- δοιάκι
- τομοχλός το οποίο περιστρέφει το πηδάλιο, το τιμόνι, η λαγουδέρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δοιάκι — και διάκι, το οίαξ, μοχλός για την περιστροφή τού πηδαλίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. οιάκιον, υποκοριστικό τού αρχ. οίαξ «πηδάλιο». Το αρχικό δ οφείλεται σε επίδραση τού διοικώ] … Dictionary of Greek
οίαξ — Αδελφός του Παλαμήδη και της Κλυμένης. Είχε πάρει μέρος στον Τρωικό πόλεμο και όταν οι Αχαιοί σκότωσαν τον αδελφό του, τον Παλαμήδη, θέλησε να ειδοποιήσει τον πατέρα του. Έγραψε το γεγονός αυτό πάνω σε ξύλινα κουπιά και τα έριξε στη θάλασσα. Όταν … Dictionary of Greek
κάμαξ — κάμαξ, ακος, ὁ, ἡ (AM) μσν. το οριζόντιο μακρύ ξύλο τού κλουβιού, πάνω στο οποίο κουρνιάζουν όρνιθες αρχ. 1. πάσσαλος στον οποίο στήριζαν τα κλήματα 2. κάθε μακρύ ξύλο, κοντάρι («ὁ κάμαξ πεύκης», Αισχύλ.) 3. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) ὁ κάμαξ το … Dictionary of Greek
κεροίαξ — ο (Α κεροίαξ ακος) ναυτ. καθένα από τα σχοινιά που αναβαστάζουν τα άκρα των κεραιών τών τετραγωνικών ιστίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + οἴαξ «δοιάκι»] … Dictionary of Greek
λαγουδέρα — Μοχλός που μετακινεί το πηδάλιο βάρκας ή μικρού ιστιοφόρου. Λ. ονομάζεται και ένα ραβδί, που χρησιμοποιείται στο κυνήγι των λαγών. Άλλη ονομασία αυτού του ραβδιού είναι λαγοβόλο ή λαγούσα. * * * η 1. ναυτ. σιδερένια ή ξύλινη ράβδος με τη βοήθεια… … Dictionary of Greek
παπαδιά — η, ΝΜ η σύζυγος τού παπά, η πρεσβυτέρα νεοελλ. μτφ. 1. σεμνότυφη γυναίκα 2. είδος παιχνιδιού 3. ναυτ. α) το εξωτερικό επίπεδο μέρος τής πρύμνης τού πλοίου, πάνω στο οποίο γράφεται το όνομα τού σκάφους καθώς και το λιμάνι και ο αριθμός νηολογίου… … Dictionary of Greek
διάκι — το ορθότερα δοιάκι (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαγουδέρα — η (ναυτ.), η λαβή του τιμονιού του πλοίου, το δοιάκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παπαδιά — η 1. η σύζυγος του παπά, αλλ. πρεσβυτέρα. 2. είδος παιδικού ομαδικού παιχνιδιού. 3. ραβδί για την τιμωρία των άτακτων παιδιών. 4. το τιμόνι κάθε πλεούμενου, αλλ. δοιάκι και λαγουδέρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)